κρατευταί

κρατευταί
κρᾰτευ-ταί, ῶν, οἱ,
A stone or metal blocks on which a spit rests, Il.9.214, cf. Sch., Paus.Gr.Fr.236;

μολύβδινοι κ. Eup.171

, cf. IG22.1425.388 (written [full] κραδευταί ib.1425.415, 1541.20).
2 in Archit., stones which support a pavement, ib.7.3073.105, al.(Lebad.).
3 leaden pigs of specified weight, IG12.371.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρατευταί — stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kebab — This article is about the sandwich. For the meat served as part of such a sandwich, see Patty. For other uses, see Kebab (disambiguation). Döner Kebab A Döner Kebab Origin Place of origin Turkey …   Wikipedia

  • κρατευτής — κρατευτής, ὁ (Α) 1. το κρατευτήριον* 2. στον πληθ. οἱ κρατευταί κομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου 3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω …   Dictionary of Greek

  • τελευτή — η, ΝΜΑ 1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο 2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής) το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί. γ. «τελευτὴν… …   Dictionary of Greek

  • κρατευτάς — κρατευτά̱ς , κρατευταί stone masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατευτάων — κρατευτά̱ων , κρατευταί stone masc gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”